- ευθηξία
- εὐθηξία, ἡ (Α)το καλό ακόνισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θηξία (< θηκτός < θήγω «ακονίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐθηξία — εὐθηξίᾱ , εὐθηξία fem nom/voc/acc dual εὐθηξίᾱ , εὐθηξία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek